- κοσμογράφος
- κοσμογράφοςdescribing the worldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμογράφος — ο (ΑM κοσμογράφος, ον) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κοσμογράφος αυτός που ασχολείται με την κοσμογραφία αρχ. αυτός που περιγράφει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γράφος (< γράφω), πρβλ. γεω γράφος, τοπο γράφος. Η λ. ως επιστημον … Dictionary of Greek
κοσμογράφον — κοσμογράφος describing the world masc/fem acc sg κοσμογράφος describing the world neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμογράφοι — κοσμογράφος describing the world masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμογράφου — κοσμογράφος describing the world masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμογράφους — κοσμογράφος describing the world masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
cosmógrafo — ► sustantivo ASTRONOMÍA Persona dedicada al estudio de la cosmografía. SINÓNIMO uranógrafo * * * cosmógrafo, a (del lat. «cosmogrӑphus») n. Científico que se dedica a la cosmografía. * * * cosmógrafo, fa. (Del lat. cosmogrāphus, y este del gr.… … Enciclopedia Universal
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοσμογραφία — η (ΑM κοσμογραφία) η περιγραφή τού κόσμου, τών ουράνιων φαινομένων νεοελλ. 1. στοιχειώδης αστρονομία που ασχολείται με την περιγραφή απλώς τού σύμπαντος, στο σύνολό του και στα μέρη που τό συνιστούν, και το οποίο χρησιμοποιεί στοιχειώδεις μόνο… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek